- οργυιαιος
- ὀργυιαῖος3протяжением в одну оргию
(κέρα βοός Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κέρα βοός Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὀργυιαῖος — an masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οργυιαίος — α, ο (Α ὀργυιαῑος, αία, ον) βλ. οργιαίος … Dictionary of Greek
ὀργυιαῖον — ὀργυιαῖος an masc acc sg ὀργυιαῖος an neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργυιαῖα — ὀργυιαῖος an neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οργιαίος — και οργυιαίος, α, ο (Α ὀργυιαῑος, αία, ον) [οργιά] αυτός που έχει μήκος ή ύψος μιας οργιάς … Dictionary of Greek
ὀργυιαίων — ὀργυιαί̱ων , ὀργυιαῖος an fem gen pl ὀργυιαί̱ων , ὀργυιαῖος an masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργυιαιᾶν — ὀργυιαῑᾶν , ὀργυιαῖος an masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)